- μωρουδιακά
- τα [μωρούδι]το σύνολο τών ρούχων που χρησιμοποιούνται για το ντύσιμο τού μωρού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μωρουδίστικος — η, ο 1. αυτός που αρμόζει σε μωρό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μωρουδίστικα α) τα μωρουδιακά β) τα μωρουδίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρούδι + υποκορ. κατάλ. ίστικος (πρβλ. κουκλ ίστικος)] … Dictionary of Greek